Русско-новогреческий словарь - связь
Перевод с русского языка связь на греческий
ж
1. (взаимная зависимость) ἡ σχέση {-ις}, τό ἀλληλένδετο{ν}, ἡ ἀλληλουχία:
взаимная ~ ἡ ἀμοιβαία σχέση· причинная ~ филос. ἡ αἰτιότητα, ἡ αἰ-τιακή σχέση, ἡ λογική συνέπεια· ~ теории с практикой ἡ σύνδεση τής θεωρίας μέ τήν πρακτική· в ~я с чем-л. σέ σχέση μέ, σχετικά μέ, μέ τήν εὐκαιρία· в этой ~и ... σέ σχέση μ' αὐτό.
2. (общение) ὁ δεσμός/ ἡ σχέση (международные, торговые и т. п.):
дружеская ~ ὁ φιλικός δεσμός· родственные ~и οἱ συγγενικοί δεσμοί· культурные ~и οἱ πολιτιστικές σχέσεις·
3. (любовная) ὁ δεσμός, ἡ συμβίωση·
4. ~и мн. (знакомства) οἱ σχέσεις, οἱ γνωριμίες:
пустить в ход свой ~ χρησιμοποιώ τίς γνωριμίες μου·
5. (железнодорожная, телеграфная и т. п.) ἡ ἐπικοινωνία:
средства ~и μέσα ἐπικοινωνίας· служба ~и ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων
6. воен. ἡ διαβίβαση {-ις}.